- πυκτίζω
- (I)Α [πυκτή]συμπτύσσω, διπλώνω.————————(II)Απυκτεύω*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πυκτεύω κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυκτίζω — fold pres subj act 1st sg πυκτίζω fold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)